Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ομίχλη η [omíxli] Ο30 : 1. φυσικό φαινόμενο που δημιουργείται από μεγάλη μάζα πολύ μικρών σταγόνων νερού, οι οποίες αιωρούνται πάνω από το έδαφος, προκαλεί διάχυση του φωτός και κατά συνέπεια μείωση της ορατότητας· (πρβ. καταχνιά): Πέφτει / διαλύεται η ~. Πυκνή / αραιή ~. Mαταιώθηκαν τα αεροπορικά δρομολόγια λόγω ομίχλης. Φώτα / φανοί ομίχλης. || (μετεωρ.) ~ αναστροφής. 2. (μτφ.) για συγκεχυμένη κατάσταση που τη χαρακτηρίζει ασάφεια, αδιαφάνεια κτλ.: Mε την αλλαγή του καθεστώτος έγινε εμφανής η ~ που κάλυπτε τα πνευματικά πράγματα του τόπου.
[λόγ. < αρχ. ὀμίχλη]