Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολόχαρος
1 εγγραφή
ολόχαρος -η -ο [olóxaros] Ε5 : (ιδ. για πρόσ.) που είναι πολύ χαρούμενος.

[μσν. ολόχαρος < ολο- + χαρ(ά) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες