Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ολόλευκος -η -ο [olólefkos] Ε5 : που είναι εντελώς λευκός, που είναι μόνο άσπρος χωρίς να συνδυάζεται με άλλα χρώματα· κατάλευκος, κάτασπρος.
[λόγ. < αρχ. ὁλόλευκος]