Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολομόναχος
1 εγγραφή
ολομόναχος -η -ο [olomónaxos] Ε5 : που είναι εντελώς μόνος: Mην αφήνεις το παιδί ολομόναχο. Πέθαναν οι δικοί του κι έμεινε στον κόσμο ~.

[μσν. ολομόναχος < ολο- + μονάχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες