Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολοκληρωτικός
1 εγγραφή
ολοκληρωτικός -ή -ό [oloklirotikós] Ε1 : 1. που έχει ολοκληρωθεί έτσι ώστε να είναι πλήρης: ~ χωρισμός. Ολοκληρωτική καταστροφή / υποδούλωση μιας χώρας. ~ πόλεμος, που γίνεται με κάθε διαθέσιμο μέσο. 2. που χαρακτηρίζεται από ολοκληρωτισμό: Ολοκληρωτικό καθεστώς / κράτος. Ολοκληρωτική ιδεολογία. 3. (μαθημ.) που έχει σχέση με το ολοκλήρωμα ή την ολοκλήρωση: Ολοκληρωτικές εξισώσεις. Ο ~ λογισμός, κλάδος των μαθηματικών που αναφέρεται στη γενική μορφή των συναρτήσεων. ~ παράγοντας. ολοκληρωτικά ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 1: Kαταστράφηκε ~, πλήρως.

[λόγ. ολοκληρω- (δες ολοκληρώνω) -τικός, μτφρδ.: 1: γαλλ. total· 2: γαλλ. totalitaire· 3: γαλλ. calcul intégral (σφαλερή δημιουργία αντί ολοκληρωματικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες