Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολοκλήρωμα
1 εγγραφή
ολοκλήρωμα το [oloklíroma] Ο49 : (μαθημ.) η συνάρτηση μιας ανεξάρτητης μεταβλητής, η οποία έχει ως παράγωγο μία άλλη συνάρτηση της ίδιας μεταβλητής: Aπλό / διπλό / τριπλό / πολλαπλό ~.

[λόγ. ολοκληρω- (δες ολοκληρώνω) -μα μτφρδ. γαλλ. intégrale]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες