Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολοκαύτωμα
1 εγγραφή
ολοκαύτωμα το [olokáftoma] Ο49 : μεγάλη θυσία, ιδίως ανθρώπινων ζω ών, συνήθ. για υψηλά ιδανικά: Tο ~ του Aρκαδίου. Έδωσαν τη ζωή τους ~ για την ελευθερία. Γίνομαι ~, θυσιάζομαι. || (επέκτ.) ολοκληρωτική καταστροφή ή αφανισμός μεγάλου αριθμού ανθρώπων: Πυρηνικό ~. Tο ~ των Εβραίων, η γενοκτονία. || για κτ. που καίγεται, που παίρνει φωτιά: Στην πυρκαγιά του εργοστασίου, έπιπλα, υφάσματα και άλλα εύφλεκτα υλικά έγιναν ~.

[λόγ. < ελνστ. ὁλοκαύτωμα `θυσία που καίγεται ολόκληρη΄ & σημδ. γαλλ. holocauste ή αγγλ. holocaust < υστλατ. holocaustum < ελνστ. ὁλόκαυστος (ίδ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες