Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολιγόμηνος
1 εγγραφή
ολιγόμηνος -η -ο [oliγóminos] Ε5 : που διαρκεί λίγους μήνες. ANT πολύμηνος: Ολιγόμηνη απουσία στο εξωτερικό. Ολιγόμηνη ασθένεια.

[λόγ. ολιγο- + μην- (δες μήνας) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες