Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ολιγόμηνος -η -ο [oliγóminos] Ε5 : που διαρκεί λίγους μήνες. ANT πολύμηνος: Ολιγόμηνη απουσία στο εξωτερικό. Ολιγόμηνη ασθένεια.
[λόγ. ολιγο- + μην- (δες μήνας) -ος]