Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ολημερίς [olimerís] επίρρ. : (λογοτ.) καθ΄ όλη τη διάρκεια της ημέρας: ~ κι ολονυχτίς έκλαιγε κι οδυρόταν. || συνεχώς.
[μσν. ολημερίς < φρ. όλη μέρ(α) -ίς αναλ. προς άλλα επιρρ. -ίς: νωρίς]