Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολίγος
4 εγγραφές [1 - 4]
ολίγος -η -ο [olíγos] Ε3 : (λόγ.) λίγος, κυρίως σε εκφράσεις ουκ ~, πολύς: Έπαιζε χαρτιά και έχασε ουκ ολίγα. παρ΄ ολίγο, λίγο έλειψε να, παραλίγο. εντός ολίγου, σε λίγο. προ ολίγου, πριν από λίγο: Ήταν εδώ προ ολίγου· πιστεύω ότι δε θα αργήσει. εν ολίγοις ή δι΄ ολίγων, με λίγα λόγια. (προφ.) με ολίγη, για καφέ με λίγη ζάχαρη. (γνωμ.) των φρονίμων* ολίγα. (λόγ.) ολίγον ΕΠIΡΡ λίγο. (έκφρ.) ~ τι, κάπως: Είναι ~ τι βλάκας.

[λόγ. < αρχ. ὀλίγος, ὀλίγον]

ολιγοσταυρία η [oliγostavría] Ο25 : σύστημα εκλογής στο οποίο αυτός που ψηφίζει έχει τη δυνατότητα να σημειώσει λίγους σταυρούς προτίμησης σε σχέση με το σύνολο των υποψηφίων. ANT πολυσταυρία.

[λόγ. ολιγο- + σταυρ(ός) -ία]

ολιγόστιχος -η -ο [oliγóstixos] Ε5 : που αποτελείται από λίγους στίχους, γραμμές, σειρές γραμμάτων. ANT πολύστιχος: Ολιγόστιχο ποίημα.

[λόγ. < ελνστ. ὀλιγόστιχος]

ολιγοσύλλαβος -η -ο [oliγosílavos] Ε5 : (μετρ.) για στίχο που αποτελείται, που συνίσταται από λίγες συλλαβές: Ολιγοσύλλαβοι στίχοι. ANT πολυσύλλαβοι.

[λόγ. < ελνστ. ὀλιγοσύλλαβος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες