Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολάνθιστος
1 εγγραφή
ολάνθιστος -η -ο [olánθistos] Ε5 : (λογοτ.) γεμάτος λουλούδια: Ολάνθιστες πασχαλιές. Ολάνθιστοι κήποι / μπαχτσέδες.

[λόγ. ολ(ο)- + ανθισ- (ανθίζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες