Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οκτάνιο
1 εγγραφή
οκτάνιο το [oktánio] Ο40 : (χημ.) ονομασία άκυκλων οργανικών ενώσεων που είναι κεκορεσμένοι υδρογονάνθρακες και έχουν στο μόριό τους οχτώ άτομα άνθρακα. || Aριθμός οκτανίου, ως δείκτης της ποιότητας καύσης της βενζίνης.

[λόγ. < διεθ. oct(a)- = οκτ(α)- + -ane = -άνιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες