Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οκά
2 εγγραφές [1 - 2]
οκά η [oká] Ο23 : παλαιά μονάδα βάρους που αντιστοιχεί με χίλια διακόσια ογδόντα δύο γραμμάρια: H ~ διαιρείται σε τετρακόσια δράμια. (έκφρ.) με τις οκάδες, για μεγάλη ποσότητα: Aγοράζουν φρούτα με τις οκάδες. ΦΡ της οκάς, για πράγμα, ιδίως εμπόρευμα, χαμηλής ποιότητας. κάνω κπ. οχτακόσιες οκάδες, τον δέρνω πολύ.

[μσν. οκά αντδ.(;) < τουρκ. okka < αραβ. ūqiyah ίσως < αρχ. οὐγγία (δες ουγγιά)]

οκαρίνα η [okarína] Ο25 : μικρό πνευστό μουσικό όργανο, πήλινο ή μεταλλικό, που το σχήμα του μοιάζει με σώμα πουλιού.

[ιταλ. ocarina (αρχική σημ.: `μικρή χήνα΄, περιπαικτικά)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες