Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οιστρηλατώ
1 εγγραφή
οιστρηλατώ [istrilató] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) προκαλώ σε κπ. μεγάλη συναισθηματική ένταση: Ρήτορας που οιστρηλατεί τα πλήθη, τα ενθουσιάζει.

[λόγ. < ελνστ. οἰστρηλατῶ `είμαι τρελός από αλογόμυγα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες