Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οιστρηλατώ [istrilató] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) προκαλώ σε κπ. μεγάλη συναισθηματική ένταση: Ρήτορας που οιστρηλατεί τα πλήθη, τα ενθουσιάζει.
[λόγ. < ελνστ. οἰστρηλατῶ `είμαι τρελός από αλογόμυγα΄]