Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οιστρήλατος -η -ο [istrílatos] Ε5 : (λόγ., λογοτ., ιδ. για πρόσ.) που βρίσκε ται σε μεγάλη συναισθηματική ένταση.
[λόγ. < αρχ. οἰστρήλατος `σπρωγμένος στην τρέλα από αλογόμυγα΄]