Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οιστρήλατος
1 εγγραφή
οιστρήλατος -η -ο [istrílatos] Ε5 : (λόγ., λογοτ., ιδ. για πρόσ.) που βρίσκε ται σε μεγάλη συναισθηματική ένταση.

[λόγ. < αρχ. οἰστρήλατος `σπρωγμένος στην τρέλα από αλογόμυγα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες