Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οινο-
1 εγγραφή
οινο- [ino] & οινό- [inó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & οιν- [in], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. οίνος ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. είναι κατάλληλο για κρασί: οιναποθήκη, ~δεξαμενή· ~βάρελο, κρασοβάρελο. || ~βαρόμετρο. 2. αφορά το κρασί: οιναγορά, οινεμπόριο. 3. έχει ως αντικείμενό του το κρασί: ~παραγωγή, ~ποιία, ~παραγωγός. || ~λογία, ~λόγος.

[λόγ. < αρχ. οἰν(ο)- θ. του ουσ. οrνο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. οἰνο-ποσία, ελνστ. οἰνο-γεύστης (δες λ.) & γαλλ. œno- < αρχ. οἰνο-: οινο-λογία < γαλλ. œnologie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες