Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οινοπαραγωγός
1 εγγραφή
οινοπαραγωγός -ός -ό [inoparaγoγós] Ε16 : που παράγει κρασί: ~ περιοχή / χώρα. || (ως ουσ.) ο οινοπαραγωγός, αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την καλλιέργεια αμπελιών και την παραγωγή κρασιού: Συνεταιρισμός οινοπαραγωγών. Οι οινοπαραγωγοί ζητούν να απαγορευθεί η εισαγωγή κρασιών από το εξωτερικό.

[λόγ. οινο- + παραγωγός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες