Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικο-
1 εγγραφή
οικο- [iko] & οικό- [ikó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. οίκος ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. I. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται: 1. στην έννοια σπίτι, χώρος κατοικίας: ~δομή, ~δόμος, οικόπεδο, ~πεδούχος. 2. αφορά την οικογένεια: ~δέσποινα, ~δεσπότης, οικόσημο. || τη διαχείριση του σπιτιού: ~νόμος. 3. περιορίζει την ιδιότητα ή την έννοια του β' συνθετικού στα πλαίσια του σπιτιού, της οικογένειας: ~διδάσκαλος, οικότροφος, ~τροφείο· ~γενής, ~δίαιτος, οικόσιτος· ~σκευή, ~συσκευή, ~στολή. II. αναφέρεται στην αρμονική ισορροπία μεταξύ ανθρώπου και φύσης: ~θεωρία, ~λογία, ~σύστημα, οικόσφαιρα, οικότοπος.

[λόγ. < αρχ. οἰκο- θ. του ουσ. οrκο(ς) `σπίτι΄ ως α' συνθ.: αρχ. οἰκο-νομία `διαχείριση της περιουσίας μιας οικογένειας΄ & (σε επιστ. όρους) < γαλλ. éco- < αρχ. οἰκο-: οικο-λογία, οικο-νομική επιστήμη < γαλλ. écologie, économie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες