Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικουμενικός
1 εγγραφή
οικουμενικός -ή -ό [ikumenikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται σ΄ ολόκληρο τον κόσμο· (πρβ. παγκόσμιος, πανανθρώπινος): Ο ~ χαρακτήρας του ρωμαϊκού κράτους. H ειρήνη είναι αίτημα οικουμενικό. || (εκκλ.) ~ πατριάρχης, τίτλος του πατριάρχη της Kωνσταντινούπολης. Οικουμενικό πατριαρχείο ή ~ θρόνος, το πατριαρχείο της Kωνσταντινούπολης. Οικουμενική σύνοδος, στην οποία έπαιρναν μέρος αντιπρόσωποι από όλες τις χριστιανικές εκκλησίες: H οικουμενική σύνοδος της Nίκαιας / της Xαλκηδόνας. Οικουμενική κίνηση, ο οικουμενισμός. 2. (πολ.) Οικουμενική κυβέρνηση, στην οποία συμμετέχουν όλα ή τα περισσότερα κόμματα. οικουμενικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. οἰκουμενικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες