Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οικονομοτεχνικός -ή -ό [ikonomotexnikós] Ε1 : που αφορά ορισμένο αντικείμενο από οικονομική και τεχνική άποψη: ~ έλεγχος. Οικονομοτεχνική μελέτη.
[λόγ. οικονομ(ικός) -ο- + τεχνικός]