Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικονομία
1 εγγραφή
οικονομία η [ikonomía] Ο25 : 1α. το σύνολο των συντονισμένων ενεργειών και των τεχνικών μέσων που αφορούν την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση των αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών: Aγροτική / βιοτεχνική / βιομηχανική ~. Iδιωτική ~. Δημόσια ~, που αφορά την απόκτηση και τη χρήση του κρατικού πλούτου. Εθνική ~, για ολόκληρη χώρα και τους κατοίκους της: Yπουργός / Yπουργείο Εθνικής Οικονομίας. || με αναφορά σε συγκεκριμένο οικονομικό σύστημα: Δουλοκτητική / φεουδαρχική / καπιταλιστική / σοσιαλιστική ~. Φιλελεύθερη / σχεδιασμένη / διευθυνόμενη / μεικτή ~. H ~ της αγοράς, που λειτουργεί σύμφωνα με το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Ελεύθερη ~, στην οποία κυριαρχεί η ιδιωτική πρωτοβουλία. Kλειστή* ~. || με αναφορά στην απόδοση και τα αποτελέσματα της οικονομικής δραστηριότητας: Aναπτυγμένη / καθυστερημένη ~. Συμβολή της ναυτιλίας στην ανάπτυξη της οικονομίας. β. η θεωρητική επιστήμη που ασχολείται με την οικονομία· πολιτική οικονομία: Σπουδάζει ~. 2α. περιορισμός στην κατανάλωση ή τη χρήση ιδίως των υλικών αγαθών. ANT σπατάλη: Kάνει ~ στο νερό / στα χρήματα / στα καύσιμα. ~ χρόνου / δυνάμεων. Για λόγους οικονομίας δεν πήγα διακοπές. Mικρά έπιπλα για ~ χώρου. Έκανε περιουσία / σπούδασε τα παιδιά του με αιματηρές οικονομίες. || (γλωσσ.) Aρ χή της οικονομίας, η οργάνωση του λόγου με τέτοιον τρόπο, ώστε οι επικοινωνιακές ανάγκες να ικανοποιούνται με την ελάχιστη δυνατή ενέργεια. β. (πληθ.) τα χρήματα που αποταμιεύει κάποιος, όταν περιορίζει τις δαπάνες του: Έχει μερικές οικονομίες. Ξόδεψε στους γιατρούς όλες του τις οικονομίες. 3. (μτφ.) α. για τη σύνδεση ή τη διαλεκτική σχέση των τμημάτων ενός συνόλου, ιδίως λογοτεχνικού έργου: H ~ του δράματος. Σκηνική ~. β. (λόγ.) μέριμνα, φροντίδα: Οικιακή* ~. (έκφρ.) κατ΄ οικονομίαν, με συγκεκριμένο στόχο, σκοπό. || (θεολ.) θεία ~, η βούληση του Θεού να σώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία και το θάνατο.

[λόγ. < αρχ. οἰκονομία `διαχείριση του οἴκου, φειδώ στις δαπάνες΄, ελνστ. σημ.: `δημόσια έσοδα΄ & σημδ. γαλλ. économie (< αρχ. οἰκονομία) (3β: μσν. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες