Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικολόγος
1 εγγραφή
οικολόγος ο [ikolóγos] Ο18 θηλ. οικολόγος [ikolóγos] Ο35 : 1. επιστήμονας ειδικός στην οικολογία. 2. οπαδός του οικολογικού κινήματος· (πρβ. πράσινος5): Kίνημα / κόμμα / εφημερίδα / ιδέες των οικολόγων. H δράση των οικολόγων. || (ως επίθ.): H πρώτη Ελληνίδα ~ βουλευτής. 3. αυτός που ενδιαφέρεται για τα προβλήματα του περιβάλλοντος και συμβάλλει στην επίλυσή τους: Εμείς στην οικογένεια, ως οικολόγοι που είμαστε, δίνουμε το χαρτί για ανακύκλωση.

[λόγ. < γερμ. ῖkologe ή γαλλ. écologue < ῖko(logie), éco(logie) = οικο(λογία) -loge, -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες