Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οικοδομικός -ή -ό [ikoδomikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στα οικοδομήματα και ιδίως στις οικοδομές: Οικοδομικές εργασίες. ~ οργασμός. Στην πόλη μας επικρατεί οικοδομική αναρχία, γιατί δεν τηρείται ο ~ κανονισμός. Οικοδομικό τετράγωνο*. Οικοδομική γραμμή, το όριο στο οποίο μπορεί να φτάνει, σύμφωνα με το νόμο, η πρόσοψη των κτιρίων. α. που αφορά τη σχεδίαση και το χτίσιμο οικοδομημάτων ή οικοδομών: ~ οργανισμός / συνεταιρισμός. Οικοδομικό γραφείο. Οικοδομικές εργασίες. Οικοδομική τέχνη και ως ουσ. η οικοδομική, κλάδος της αρχιτεκτονικής που μελετά τη σχεδίαση και εκτέλεση οικοδομικών έργων. β. που είναι κατάλληλος ή χρησιμοποιείται για το χτίσιμο οικοδομημάτων ή οικοδομών: Οικοδομικά υλικά.
[λόγ. < ελνστ. οἰκοδομικός `κατάλληλος για οικοδόμηση΄, αρχ. σημ.: `ικανός στην οικοδόμηση΄]



