Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οικιακός -ή -ό [ikiakós] Ε1 : που αναφέρεται στην κατοικία σε συνδυασμό με την οικογένεια που κατοικεί σ΄ αυτήν: Οικιακή ζωή. Οικιακές συσκευές / οικιακά σκεύη, που χρησιμοποιούνται ιδίως στην κουζίνα. Zεστό νερό για οικιακή χρήση. Οικιακές εργασίες, οι καθημερινές δουλειές του σπιτιού. Οικιακή βοηθός, η γυναίκα που με αμοιβή βοηθάει τη νοικοκυρά στις καθημερινές δουλειές του σπιτιού, η υπηρέτρια. Οικιακή οικονομία, σύνολο μεθόδων και κανόνων που αφορούν τις οικιακές εργασίες. Είδη οικιακής χρήσεως. || (ως ουσ.) τα οικιακά, οι οικιακές εργασίες, οι καθημερινές δουλειές του σπιτιού, ιδίως ως επίσημος χαρακτηρισμός του επαγγέλματος της ανεπάγγελτης γυναίκας: Επάγγελμα; - Οικιακά.
[λόγ. < ελνστ. οἰκιακός & σημδ. γαλλ. domestique]