Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικειοθελής
1 εγγραφή
οικειοθελής -ής -ές [ikioθelís] Ε10 : για πράξη που γίνεται με τη θέληση του προσώπου το οποίο την εκτελεί· εκούσιος. οικειοθελώς ΕΠIΡΡ με τη θέλησή μου: Kάνω κτ. ~, χωρίς να είμαι υποχρεωμένος.

[λόγ. < μσν. οικειοθελής < οικεί(ος) -ο- + θέλ(ω) -ής κατά το ελνστ. αὐτοθελής (ίδ. σημ.)· λόγ. οικειοθελ(ής) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες