Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οδόσημο το [oδósimo] Ο40 : σήμα, ιδίως επιγραφή, που υπάρχει στους δρόμους και δίνει σχετικές με αυτούς πληροφορίες, ιδίως ονόματα, κατευθύνσεις ή χιλιομετρικές αποστάσεις· οδοδείκτης.
[λόγ. οδο- + -σημον]



