Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οδυνηρός
1 εγγραφή
οδυνηρός -ή -ό [oδinirós] Ε1 : που προκαλεί: α. οδύνη: ~ χωρισμός. Οδυνηρή εμπειρία. Οδυνηρές αναμνήσεις. Είναι οδυνηρό να αποχωρίζεσαι τα παιδιά σου για ένα τόσο μακροχρόνιο ταξίδι. β. πόνο· επώδυνος: Οδυνηρή εγχείρηση.

[λόγ. < αρχ. ὀδυνηρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες