Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οδο-
1 εγγραφή
οδο- [oδo] & οδό- [oδó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφρά ζει το β' συνθετικό: 1. αναφέρεται ή ανήκει στην οδό: ~γέφυρα, οδόστρω μα, οδόφραγμα. 2. αφορά την οδό, έχει σχέση με αυτή: ~δείκτης, ~καθα ριστής, ~στρωτήρας, ~φύλακας. || (επιστ.) ~ποιία, ~μετρία, οδόμετρο.

[λόγ. < ελνστ. ὁδο- θ. του αρχ. ουσ. ὁδό(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. ὁδό-μετρον `όργανο για μέτρηση αποστάσεων΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες