Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οδοντο-
1 εγγραφή
οδοντο- [oδondo] & οδοντό- [oδondó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & οδοντ- [oδond], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (συχνά επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα. I. συνήθ. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. αφορά τα δόντια, το οδοντικό σύστημα του ανθρώπου: οδονταλγία, ~φυΐα. β. είναι κατάλληλο για τα δόντια: οδοντόβουρτσα, ~γλυφίδα, οδοντόπαστα, οδοντόσκονη, οδοντότσιχλα. γ. έχει ως αντικείμενό του τα δόντια και το οδοντικό σύστημα: οδοντίατρος, ~στοματολόγος, ~τεχνίτης, ~στοματο λογία. II. (σπάν.) με αναφορά στους οδοντικούς φθόγγους: ~πρόφερτος. III. (ζωολ.) στην επιστημονική ονομασία ζώων: οδοντόγλωσσα, οδο ντόγνα θα. IV. με αναφορά στην οδόντωση του γραμματοσήμου: οδοντό μετρο.

[λόγ. < αρχ. ὀδοντ(ο)- θ. ὀδοντ- του ουσ. ὀδούς `δόντι΄ -ο- ως α' συνθ.: αρχ. ὀδοντο-φυΐα & διεθ. odonto- < αρχ. ὀδοντο-: οδο ντό-γλωσσο < νλατ. odontoglossum, οδοντο-λογία < γαλλ. odonto logie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες