Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οδοντίνη
1 εγγραφή
οδοντίνη η [oδondíni] Ο30α : (ανατ.) σκληρή οστεώδης ουσία που σχηματίζει το κύριο σώμα των δοντιών και περιβάλλει τον πολφό· (πρβ. αδαμαντίνη).

[λόγ. οδοντ- (δες οδούς) -ίνη μτφρδ. γαλλ. dentine]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες