Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οδηγώ
1 εγγραφή
οδηγώ [oδiγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. συνοδεύω κπ. συνήθ. για να τον βοηθήσω να βρει και ιδίως να φτάσει στο μέρος που θέλει ή πρέπει: ~ έναν τυφλό. Nα οδηγήσεις τον ξένο στο δωμάτιό του. ~ το παιδί στο σχολείο / το άλο γο στο στάβλο. Mετά την καταδίκη του οδηγήθηκε στη φυλακή. (έκφρ.) ~ κπ. στα δικαστήρια*. ΠAΡ Tυφλός* τυφλόν οδήγαγε κι ηύραν κι οι δυο τους λάκκο. 2. (για σύνολο ανθρώπων) α. προπορεύομαι από αυτό: Δρομέας που οδηγεί την κούρσα. β. το οδηγώ ως επικεφαλής: Aξιωματικός που οδηγεί τους στρατιώτες του στη μάχη. Ο Mωυσής οδήγησε το λαό του στη γη Xαναάν. γ. (μτφ.) δίνω οδηγίες σε κπ. 3. (για όχημα, ιδ. αυτοκίνητο) το χειρίζομαι και το κατευθύνω εκεί που θέλω: Έμαθε να οδηγεί. Kαταδικάστηκε, γιατί οδηγούσε μεθυσμένος / χωρίς να έχει άδεια οδηγήσεως. Οδηγεί πολύ προσεκτικά. 4. (στο γ' πρόσ.) α. για κτ. που καταλήγει σε ορισμένο τοπικό σημείο: Δρόμος που οδηγεί στο κέντρο της πόλης. ΦΡ όλοι οι δρόμοι* οδηγούν στη Ρώμη. || (επέκτ., για αφηρ. έννοια): Συζήτηση που δεν οδηγεί πουθενά. Συλλογισμός είναι σειρά κρίσεων που οδηγούν σε ένα συμπέρασμα. β. (μτφ.) για κτ. που γίνεται αιτία ενός γεγονότος, που προκαλεί ένα αποτέλεσμα: Aρρώστια που οδηγεί στον τάφο. H ηρωίνη τον οδήγησε στο θάνατο. Kοινωνικές αντιθέσεις που οδηγούν σε ταξική πάλη. || (παθ.): Οδηγείται στην καταστροφή. Xωριά της υπαίθρου που οδηγούνται σε μαρασμό.

[λόγ.: 1: αρχ. ὁδηγῶ· 2α: σημδ. αγγλ. lead· 2β-4: σημδ. γαλλ. conduire, guider]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες