Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οδηγία
1 εγγραφή
οδηγία η [oδíjía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : α. υπόδειξη, συμβουλή κτλ. για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνει κτ.: Οδηγίες χρήσεως. Iατρικές οδηγίες. Γενικές / λεπτομερείς οδηγίες. || (επέκτ.) το γραπτό κείμενο που περιέχει αυτές τις υποδείξεις κτλ.: Διάβασε πρώτα τις οδηγίες και μετά ανοίγεις το μηχάνημα. β. εντολή, διαταγή κτλ. για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνει κτ., με τη μορφή υποδείξεων: Δίνω οδηγίες σε κπ. / για κτ. Kυβερνητική εγκύκλιος με τις τελευταίες οδηγίες για τη διεξαγωγή των εκλογών. Γραπτές / προφορικές οδηγίες. || επίσημη εγκύκλιος: Οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Tαξιδιωτική* ~.

[λόγ. < ελνστ. ὁδηγία & σημδ. γαλλ. directive]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες