Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οβελίζω [ovelízo] -ομαι Ρ2.1 : (φιλολ.) χαρακτηρίζω μια λέξη ή ένα χωρίο χειρογράφου ως νόθο: Xωρία του Ευριπίδη / του Θουκυδίδη που οβελίζονται.
[λόγ. < ελνστ. ὀβελίζω `σημειώνω με παύλα σαν ὀβελό (δες στο οβελίας) πως κάποια λ. σε χγφ. είναι σφαλερή ή νόθη΄]