Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οβάλ
1 εγγραφή
οβάλ [ovál] Ε (άκλ.) : που έχει σχήμα έλλειψης: ~ τραπέζι / πιατέλα / καθρέφτης. Tο ~ γραφείο του Λευκού Οίκου. ~ πρόσωπο, ωοειδές.

[λόγ. < γαλλ. ovale]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες