Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξόμπλι το [ksómbli] Ο44 : (λαϊκότρ.) κέντημα, στολίδι πάνω σε ύφασμα.
[μσν. ξόμπλι, ξέμπλι < εξόμπλιον (αποβ. του αρχικού άτ. φων., αποφυγή της χασμ. και αποβ. τελικού συμφ.) υποκορ. του ελνστ. ἔξομπλον < ἔξεμπλον ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [m] ) < λατ. exempl(um) -ον]
- ξομπλιάζω [ksomblázo] Ρ2.1α μππ. ξομπλιασμένος : (λαϊκότρ.) 1. κεντώ, στολίζω. 2. (μτφ.) κουτσομπολεύω κπ.
[μσν. ξομπλιάζω < εξομπλιάζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εξόμπλ(ιον δες στο ξόμπλι) -ιάζω]
- ξόμπλιασμα το [ksómblazma] Ο49 : (λαϊκότρ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξομπλιάζω.
[μσν. ξομπλίασμα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ξομπλιασ- (ξομπλιάζω) -μα]
- ξομπλιαστός -ή -ό [ksomblastós] Ε1 : (λαϊκότρ.) ξομπλιασμένος, κεντημένος.
[ξομπλιασ- (ξομπλιάζω) -τός]
- ξομπλιάστρα η [ksomblástra] Ο25α : (λαϊκότρ.) 1. η κεντήστρα. 2. η κουτσομπόλα.
[ξομπλιασ- (ξομπλιάζω) -τρα]