Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξόδι το [ksóδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) κηδεία.
[μσν. ξόδι < εξόδιον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. υποκορ. του ελνστ. ἔξοδ(ος) `θάνατος΄, αρχ. σημ.: `τέλος΄ -ιον]
- ξοδιάζω [ksoδjázo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) ξοδεύω.
[μσν. ξοδιάζω < ελνστ. ἐξοδιάζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- ξόδιασμα το [ksóδjazma] Ο49 : (λαϊκότρ.) το ξόδεμα.
[ξοδιασ- (ξοδιάζω) -μα]