Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξυλόσοφος ο [ksilósofos] Ο20α : (σκωπτ.) αυτός που παριστάνει το φιλόσοφο χωρίς να είναι.
[λόγ. < μσν. ξυλοσοφ(ία) -ος περιπαιχτική παρετυμ. της λ. φιλο-σοφία]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < μσν. ξυλοσοφ(ία) -ος περιπαιχτική παρετυμ. της λ. φιλο-σοφία]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |