Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξυλόσοφος
1 εγγραφή
ξυλόσοφος ο [ksilósofos] Ο20α : (σκωπτ.) αυτός που παριστάνει το φιλόσοφο χωρίς να είναι.

[λόγ. < μσν. ξυλοσοφ(ία) -ος περιπαιχτική παρετυμ. της λ. φιλο-σοφία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες