Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξυλόκοτα
1 εγγραφή
ξυλόκοτα η [ksilókota] Ο27α : 1.η μπεκάτσα. 2. (μτφ.) για γυναίκα ξερακιανή με ψηλά και αδύνατα πόδια.

[ξυλο- + κότα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες