Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξυλοκατασκευή η [ksilokataskeví] Ο29 : κατασκευή φτιαγμένη με ξύλο, συνήθ. στην οικοδομική: Mια πρόχειρη ~ στον κήπο χρησίμευε για αποθήκη.
[λόγ. ξυλο- + κατασκευή]