Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξυλογραφία η [ksiloγrafía] Ο25 : 1.η τεχνική της χάραξης μιας παράστασης ή ενός σχεδίου επάνω σε ξύλο με σκοπό την πολλαπλή εκτύπωση επάνω σε χαρτί. 2. η εικόνα που παράγεται με βάση αυτή την τεχνική.
[λόγ. < γαλλ. xylographie < xylo- = ξυλο- + -graphie = -γραφία]