Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξομπλιάζω [ksomblázo] Ρ2.1α μππ. ξομπλιασμένος : (λαϊκότρ.) 1. κεντώ, στολίζω. 2. (μτφ.) κουτσομπολεύω κπ.
[μσν. ξομπλιάζω < εξομπλιάζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εξόμπλ(ιον δες στο ξόμπλι) -ιάζω]