Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξηρός -ά -ό [ksirós] Ε2 : 1.(λόγ.) ξερός: Ξηρό κλίμα. 2. Ξηροί καρποί, περιληπτική ονομασία για τα αποξηραμένα φιστίκια, αμύγδαλα, καρύδια, σταφίδες, σύκα κτλ. ~ οίνος, εμπορική ονομασία, σε διάκριση προς το γλυκός. Ξηρά τροφή, πρόχειρη αμαγείρευτη ή συντηρημένη τροφή που διατηρείται πολύν καιρό και μεταφέρεται εύκολα. ~ πάγος, τεχνητός πάγος που όταν λιώνει εξαερώνεται. Ξηρό στοιχείο / ξηρά στήλη. Ξηρά μπαταρία. ANT υγρή.
[λόγ.: 1: αρχ. ξηρός· 2: σημδ. γαλλ. sec, sèche (διαφ. το μσν. ξηροί καρποί `φρούτα που έχουν ξεραθεί΄, αρχ. καρπός ξηρός `δημητριακά΄)]
- ξηροστομία η [ksirostomía] Ο25 : (ιατρ.) ξηρότητα του στόματος.
[λόγ. < γαλλ. xérostomie < xéro- = ξηρο- + αρχ. στόμ(α) -ie = -ία]