Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξηραντικός
1 εγγραφή
ξηραντικός -ή -ό [ksirandikós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να επιταχύνει την ξήρανση: Ξηραντικές ουσίες, που προστίθενται στα ελαιοχρώματα.

[λόγ. < αρχ. ξηραντικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες