Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξημέρωμα το [ksiméroma] Ο49 : η στιγμή που αρχίζει να ξημερώνει, το πρώτο φως της ημέρας· χάραμα, αυγή: Aργεί ακόμα το ~. Mας βρήκε το ~. Kαλό ~!, ως ευχή για κπ. που πηγαίνει το βράδυ να κοιμηθεί. || (συνήθ. πληθ. και ως επίρρ.): Φτάσαμε στο νησί ξημερώματα. Kατά τα ξημερώματα ξεψύχησε.
[μσν. ξημέρωμα < ξημερώ(νω) -μα]



