Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξε-
1 εγγραφή
ξε- [kse] & ξέ- [ksé], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα & ξ- [ks], συνήθ. πριν από [a] αλλά και πριν από τα υπόλοιπα φωνήεντα : πρόθημα· συνήθ.: I. σε ρήματα και τα παράγωγά τους δηλώνει: 1. την αντίθετη ενέργεια από αυτή που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: ξεβολεύω, ξεδιψώ, ξεζαλίζω, ξεκλειδώνω, ξεκουρντίζω, ξεσφίγγω, ξεστρώνω, ξεφουσκώνω· ξεβόλεμα, ξεκλείδωμα· ξεκλείδωτος, ξεκούραστος. 2. το τέλος της κατάστασης ή της ενέργειας που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. απο-3): ξεϊδρώνω, ξεμεθώ, ξεμουδιάζω, ξενυστάζω· ξεμούδιασμα. || (λαϊκότρ.) ξαλέθω, ξελειτουργώ. || σε ρήμα παράγωγο από ουσιαστικό που δηλώνει χρόνο, χρονική περίοδο: ξεκαλοκαιριάζω, ξενυχτάω, ξεχειμωνιάζω, περνώ, διανύω ως το τέλος το ανάλογο κάθε φορά χρονικό διάστημα. || (στο γ' πρόσ.) ξεκαλοκαιριάζει, ξεχειμωνιάζει, για την αρχή του τέλους της ανάλογης χρονικής περιόδου. 3. την αφαίρεση του αντικειμένου που υποδηλώνεται με την πρωτότυπη λέξη· (πρβ. απο-): ξαραχνιάζω, ξαρμυρίζω, ξαφρίζω, ξεκαλτσώνω, ξεφλουδίζω· ξεφλουδισμένος· ξαράχνιασμα, ξαρμύρισμα, ξεφλούδισμα. II. με τη σημασία του έξω, προς τα έξω: ξεμπρατσώνω, ξεπορτίζω, ξεσπιτώνω· ξεχειλίζω· (πρβ. εκχειλίζωξεπόρτισμα, ξεσπίτωμα· ξεμπράτσωτος, ξέστηθος, ξέχειλος. III1. με επιτατική λειτουργία, με την έννοια του τελείως, πολύ, εντελώς: ξεγυμνώνω, ξεθαρρεύω, ξεκουφαίνω, ξετρελαίνω· ξεγύμνωμα· ξεδιάντροπος. 2. με υποκοριστική λειτουργία, με τη σημασία του σιγά σιγά, λίγο λίγο ή κρυφά: ξεμακραίνω, ξεγλιστρώ, ξεκλέβω. IV. (προφ.) σε περιστασιακή παραγωγή, σε στερεότυπες φράσεις ή εκφράσεις που εκφράζουν έντονη αντίρρηση, απόρριψη, αδιαφορία κτλ. προς όσα λέει ο συνομιλητής μας: Λέει και ξελέει, άλλα λέει τη μια φορά και άλλα την άλλη. Είπα ξείπα, αναιρώ αυτά που είπα προηγουμένως. Δεν έχει μα και ξεμά. Kρύο ξεκρύο θα πας. Kαλός ξεκαλός δεν ξέρω· εγώ πάντως δεν του έχω εμπιστοσύνη.

[μσν. πρόθημα εξε- < εξ- από την “εσωτερική αύξηση” του πρτ. και του αορ. ρ. που άρχιζαν με εκ- (εξ-): αρχ. ἐκ-φεύγω - ἐξ-έφευγον, ἐξ-έφυγον, ἐκ-κινῶ - ἐξ-εκίνουν, ἐξ-εκίνησα με απόσπαση του -ε- αναλ. προς το σχ.: φεύγω - ἔ-φευγον, κινώ - ἐ-κίνησα, επέκτ. σε ρ. χωρίς το εκ- και αποβ. του αρχικού άτ. φων.: μσν. εξε-στρώνω > ξε-στρώνω, εξε-γυμνώνω > ξε-γυμνώνω, εξε-καθαρίζω > ξε-καθαρίζω, εξέ-χωρα > ξέχωρα (με επίδρ. του έξω) (μσν. διαφοροποίηση της σημ.: επιτατικό: εξ-αποστέλλω `ξαποστέλνω΄, στερ.: εξ-αφρίζω `ξαφρίζω΄· η σημ. IV: < ξε-I με βάση αντιθετικά ζευγάρια ρημάτων, π.χ. κλειδώνω - ξε-κλειδώνω)· μσν. ξ- < εξ- με αποβ. του αρχικού άτ. φων.: ξ-αγοράζω < εξ-αγοράζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες