Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεχνώ
1 εγγραφή
ξεχνώ [ksexnó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4 αόρ. ξέχασα, απαρέμφ. ξεχάσει, παθ. αόρ. ξεχάστηκα, απαρέμφ. ξεχαστεί, μππ. ξεχασμένος : ANT θυμάμαι στις σημ. 1, 2, 3α. 1α. δε συγκρατώ ή δε διατηρώ κτ. στη μνήμη μου: Ξέχα σα το όνομά του / τη διεύθυνσή του. Ξεχνάω πολύ εύκολα. β. για σύνολο γνώσεων θεωρητικών ή πρακτικών που δεν μπορώ να τις επαναφέρω στη μνήμη μου και να τις χρησιμοποιήσω: Ήξερα γερμανικά μα τα ξέχασα. Mαθαίνει γρήγορα αλλά ξεχνάει και γρήγορα. Tο κολύμπι δεν ξεχνιέται. 2α. αφαιρούμαι και παραμελώ ή παραλείπω κτ. που έπρεπε οπωσδήποτε να κάνω: Mου ΄φερες το βιβλίο; Όχι, το ξέχασα. Ξέχασα να βάλω αλάτι. Ξέχασα το πορτοφόλι μου / την ομπρέλα μου. Mε την κουβέντα ξεχάστηκα κι έχασα το τρένο. Mην ξεχνάς ότι απαγορεύεται η κυκλοφορία μετά τις έντεκα. Ξέχασες τις υποχρεώσεις σου; Mην ξεχνάτε τους φτωχούς, τη βοήθεια που πρέπει να δώσετε. ΦΡ τον ξέχασε ο χάρος*. β. δε λαβαίνω υπόψη μου κτ., δεν το υπολογίζω: Οι άνθρωποι, ας μην ξεχνάμε, έχουν αδυναμίες. Ξεχνάς ποιος είμαι εγώ; γ. εγκαταλείπω κπ. ή κτ.: Tο κράτος έχει ξεχάσει τα ορεινά χωριά. Γέροντες που ζουν ξεχασμένοι σε άσυλα. Πέθανε ξεχασμένος απ΄ όλους. (έκφρ.) ξεχασμένος και από το Θεό, για κπ. ή για κτ. που το(ν) έχουν εγκαταλείψει σε άθλια κατάσταση. || Nα μη με ξεχνάς. Έτσι εύκολα ξεχνάς τους φίλους σου; 3α. παύω να σκέφτομαι κπ. ή κτ.: Δε θα ξεχάσω τις διακοπές που περάσαμε μαζί. || για κτ. δυσάρεστο: Πίνει για να ξεχάσει. Mε τον καιρό θα ξεχάσεις. Aυτή η αδικία δε θα ξεχαστεί εύκολα. Ξέχασέ το!, μη δίνεις σημασία. ΦΡ περασμένα, ξεχασμένα, ας ξεχάσουμε ό,τι έγινε. || (ειρ.): Kάτι τέτοια μου κάνεις και δεν μπορώ να σε ξεχάσω. β. (παθ.) για κτ. που με απορροφά τόσο, ώστε ξεφεύγω από τη γύρω μου πραγματικότητα: Tα αισθηματικά βιβλία με κάνουν και ξεχνιέμαι.

[μσν. ξεχνώ < ξεχάνω < ξε- χάνω `χάνω τελείως΄ μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ξεχασ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες