Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεχειμωνιάζω [kseximo
ázo] Ρ2.1α : περνώ το χειμώνα: Πού θα ξεχειμωνιάσετε φέτος; Ξεχειμωνιάσαμε χωρίς καλοριφέρ. [μσν. ξεχειμωνιάζω < ξε- χειμών(ας) -ιάζω]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. ξεχειμωνιάζω < ξε- χειμών(ας) -ιάζω]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |