Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεχειμωνιάζω
1 εγγραφή
ξεχειμωνιάζω [kseximoázo] Ρ2.1α : περνώ το χειμώνα: Πού θα ξεχειμωνιάσετε φέτος; Ξεχειμωνιάσαμε χωρίς καλοριφέρ.

[μσν. ξεχειμωνιάζω < ξε- χειμών(ας) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες