Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεφυσάω
1 εγγραφή
ξεφυσώ [ksefisó] & -άω Ρ10.2α : εκπνέω δυνατά με χαρακτηριστικό θόρυβο εξαιτίας της κούρασης ή ως εκδήλωση δυσανασχέτησης: Tι φυσάς και ξεφυσάς; Ήρθε ξεφυσώντας, ασθμαίνοντας. || Tο τρένο ανέβαινε το βουνό ξεφυσώντας.

[αρχ. ἐκφυσῶ (ἐκ- > ξε-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες