Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεφυσώ [ksefisó] & -άω Ρ10.2α : εκπνέω δυνατά με χαρακτηριστικό θόρυβο εξαιτίας της κούρασης ή ως εκδήλωση δυσανασχέτησης: Tι φυσάς και ξεφυσάς; Ήρθε ξεφυσώντας, ασθμαίνοντας. || Tο τρένο ανέβαινε το βουνό ξεφυσώντας.
[αρχ. ἐκφυσῶ (ἐκ- > ξε-)]