Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεφτίλας
1 εγγραφή
ξεφτίλας ο [kseftílas] Ο2 : (λαϊκ., για πρόσ.) εξευτελισμένος.

[ξεφτίλ(α) 1 -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες