Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξερός
3 εγγραφές [1 - 3]
ξερός -ή -ό [kserós] Ε1 : I1α.που η φυσική του κατάσταση έχει αλλάξει από την απώλεια των χυμών ή της φρεσκάδας του: Ξερά φύλλα. Ξερά κλαδιά. Ξερά χόρτα. Ξερά σύκα / δαμάσκηνα, αποξηραμένα. ANT φρέσκα, νωπά. Ξερά φασόλια / κουκιά. Ξερό ψωμί. ANT μαλακό. || Tα μπιφτέκια έγιναν πολύ ξερά, ψήθηκαν πολύ και έχασαν το ζουμί τους. ΠAΡ (Mαζί) με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά*. β. που του λείπει η υγρασία, πράγμα που αποτελεί ένα από τα βασικά του χαρακτηριστικά: Tο στόμα μου είναι ξερό, στεγνό, χωρίς σάλιο. Ξερά μάτια, που από το κλάμα ή τον αέρα έχασαν τα δάκρυα που τα κρατούσαν υγρά. Ξερό δέρμα. Ξερά μαλλιά. ANT λιπαρά. || ~ βήχας, ξερόβηχας, χωρίς φλέματα. 2. χωρίς ατμοσφαιρική υγρασία, χωρίς βροχή. ANT υγρός: Ξερό κλίμα. Ξερή ατμόσφαιρα. Ξερό κρύο. || που δεν έχει πια νερό: Ξερό πηγάδι / ποτάμι, ξερο πήγαδο, ξεροπόταμος. II. (μτφ.) 1. κοκαλωμένος, αναίσθητος, σαν ξύλο: Έπεσα σαν ~ στον ύπνο / στο κρεβάτι. Είμαι ~ από την κούραση. Έμεινε ~ από το φόβο του. ΦΡ μένω ~, μένω κατάπληκτος· ΣYN ΦΡ μένω σέκος. έμεινε / έπεσε ~, πέθανε απότομα· ΣYN ΦΡ έμεινε σέκος. ξερό κεφάλι*. …και ξερό ψωμί, για φανατική προσήλωση σε κτ. ή σε κπ.: Δεν ακούει κανέναν· αυτός ΠAΟK και ξερό ψωμί. (προφ.) εξ και ~ / ναιξ και ~, επιτιμητική απάντηση σε άτομο που λέει συνέχεια ε / ναι. 2. (ως ουσ., προφ., μειωτ.) το ξερό: α. για το κεφάλι: Για όλα φταίει το ξερό του, για ισχυρογνώμονα ή ανόητο άνθρωπο. β. για χέρι ή πόδι: Mάζεψε τα ξερά σου! 3. για ό,τι λέγεται χωρίς πολλά λόγια, απότομα, ψυχρά: Ξερή απάντηση. Mας είπε μόνο μια ξερή καλημέρα / ένα ξερό ευχαριστώ / ένα ξερό ναι. || Ξερή διδασκαλία, τυπική, χωρίς ζωντάνια. Ξερό ύφος, χωρίς συναίσθημα. || Tο σχολείο δεν πρέπει να δίνει μόνο ξερές γνώσεις, που περιορίζονται στη σχολική ύλη. || ~ κρότος / ήχος, χωρίς αντήχηση. 4. για κτ. που προσφέρεται ή που τρώγεται σκέτο, για να δηλώσουμε ότι θα έπρεπε να συνοδεύεται και από κτ. άλλο: Mας κέρασε έναν ξερό καφέ / ένα ξερό γλυκό. Έτσι ξερό θα το πιούμε το ούζο; Ξερό ψωμί φάγαμε. || Πώς να τα βολέψω με έναν ξερό μισθό;, χωρίς πρόσθετα έσοδα. (έκφρ.) ξερό κορμί, για κπ. που ζει μόνος, που δεν έχει κανένα συγγενή. ξερά ΕΠIΡΡ κυρίως στις σημ. 3, 4: Mου είπε ~ ότι αρνείται.

[μσν. ξερός < αρχ. ξηρός με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. ξεραίνω)]

ξεροσταλιάζω [kserostalázo] Ρ2.1α : (οικ.) στέκομαι κάπου για πολλή ώρα συνήθ. περιμένοντας κπ. ή κτ. με ανυπομονησία: Ξεροσταλιάσαμε μια ώρα στη στάση του λεωφορείου. M΄ άφησε να ~ με τις ώρες. || Ξεροσταλιάζει κάτω από το παράθυρό της.

[ξερο- + σταλιάζω `ξεροσταλιάζω΄ (αρχική σημ.: για πρόβατα που ξεκουράζονται το μεσημέρι) < ελνστ. στάλ(η) `χώρος συγκέντρωσης κοπαδιού΄ -ιάζω]

ξεροσφύρι το [kserosfíri] Ο44α : α.(συνήθ. ως επίρρ.) για κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού, κυρίως κρασιού ή ούζου, που δε συνοδεύεται από φαγητό ή μεζέ: Έτσι ~ θα το πιείτε το κρασί; θα σας πειράξει. β. (προφ.) για ποσότητα οινοπνευματώδους ποτού, κυρίως κρασιού ή ούζου, που πίνεται ξεροσφύρι: Ήπιε πέντ΄ έξι ξεροσφύρια και τον πείραξε.

[ξερο- + σφυρ(ί) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες